- εξαγριώνομαι
- εξαγριώνομαι, εξαγριώθηκα, εξαγριωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
γαυρίζω — εξαγριώνομαι, μαίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. τού γαυριώ κατ άλλους γαυρίζω < γαύρα] … Dictionary of Greek
βουρλίζω — και βρουλίζω Ι. 1. περνώ στο βούρλο, αρμαθιάζω 2. κάνω κάποιον να τρέμει σαν βούρλο, ερεθίζω, τρελαίνω II. βουρλίζομαι 1. τρελαίνομαι ή συμπεριφέρομαι σαν τρελός 2. εξαγριώνομαι 3. κυριεύομαι από κάποιον ακράτητη επιθυμία III. (η μτχ. παθ. παρακμ … Dictionary of Greek
ξαναγριώνομαι — (Μ) 1. εξαγριώνομαι 2. περιέρχομαι σε κατάσταση ταραχής, ερεθίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανά + ἀγριώνομαι «εξαγριώνομαι, ερεθίζομαι»] … Dictionary of Greek
αγριεύω — (αμτβ.) 1. (για έμψυχα) εξαγριώνομαι, οργίζομαι, θυμώνω, γίνομαι απειλητικός 2. (για άψυχα και ιδιαίτερα για καιρικές συνθήκες) γίνομαι άγριος, δριμύς 3. περιέρχομαι σε άγρια κατάσταση 4. (ενεργ. και μεσ.) (για έμψυχα) φοβάμαι, τρομάζω (μτβ.) 1.… … Dictionary of Greek
αγριώνω — (Μ) (Α ἀγριῶ, όω) 1. κάνω κάποιον ή κάτι άγριο, εξαγριώνω, ερεθίζω 2. παθ. εξαγριώνομαι, εξοργίζομαι νεοελλ. προξενώ φόβο σε κάποιον, τόν αγριεύω αρχ. παθ. 1. είμαι άγριος, βρίσκομαι σε άγρια κα τάσταση 2. είμαι ατημέλητος, αχτένιστος 3. είμαι… … Dictionary of Greek
αναγριεύω — Ι. (αμτβ.) 1. ερεθίζομαι, εξαγριώνομαι 2. ταράζομαι, τρομάζω ΙΙ. (μτβ.) 1. ταράζω, εξερεθίζω 2. προξενώ φρίκη, αγριεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + αγριεύω. ΠΑΡ. αναγρίευμα] … Dictionary of Greek
αναχαιντρώνω — 1. (για το τρίχωμα εξαγριωμένου ζώου) ανασηκώνομαι, ανορθώνομαι 2. (μέσ., ομαι) εξαγριώνομαι, αγριεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναχαιντώνω (με ανάπτυξη του ρ ) < αναχαιτώνω, που έχει την ίδια σημασία, ή από το ουσ. χαίτη, αναλογικά προς άλλα ρήματα σε… … Dictionary of Greek
γαυριάζω — 1. (για ανθρώπους και ζώα) κατέχομαι από σφοδρή σαρκική ορμή, βαρβατεύω 2. γαυριώ*, καμαρώνω 3. εκδηλώνω όλη μου τη ζωτικότητα για να πετύχω κάτι 4. εξαγριώνομαι, μαίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. γαυριώ, με μεταπλασμό κατά τα εις ζω (πρβλ. ρουφίζω… … Dictionary of Greek
ενστασιάζω — ἐνστασιάζω (Μ) [στασιάζω] εξαγριώνομαι … Dictionary of Greek
θηριώ — θηριῶ, όω (ΑΜ) [θηρίο] μσν. (η μτχ. παθ. παρακ. ως επίθ.) θηριωμένος και θεριωμένος, η, ο αυτός που ανήκει σε θηρίο, ο θηριώδης αρχ. 1. μεταβάλλω κάποιον σε θηρίο 2. (για τόπους) είμαι γεμάτος φίδια, ερπετά 3. (ιατρ. για πληγές) γίνομαι κακοήθης … Dictionary of Greek